- ασμενιστός
- ἀσμενιστός, -ή, -όν (Α) [ασμενίζω]ο ευχάριστος, ο ευπρόσδεκτος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀσμενιστόν — ἀσμενιστός acceptable masc acc sg ἀσμενιστός acceptable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσμενιστοῦ — ἀσμενιστός acceptable masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσμενιστήν — ἀσμενιστός acceptable fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσμενιστοτέρα — ἀσμενιστοτέρᾱ , ἀσμενιστός acceptable fem nom/voc/acc comp dual ἀσμενιστοτέρᾱ , ἀσμενιστός acceptable fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)